καταραΐζω

καταραΐζω
καταραΐζω (Α)
βλ. καταρραΐζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταρραΐζω — και καταραΐζω (Α) καταπραΰνω, κατευνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαΐζω «αναρρώνω, βελτιώνομαι» < συγκρ. βαθμ. ῥᾷον τοῦ ῥᾶ «εύκολα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”